- πιθανολογεῖν
- πιθανολογέωuse probable argumentspres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιθανολογώ — πιθανολογῶ, έω ΝΑ παρουσιάζω κάτι ως πιθανό, μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες, εικάζω, θεωρώ κάτι πιθανό, εικοτολογώ («Ἔφορος πιθανολογεῑν μὲν πειρᾱται», Διόδ.) νεοελλ. (το παθ. ως απρόσ.) πιθανολογείται θεωρείται πιθανό, φέρεται ή λέγεται ως… … Dictionary of Greek